- μεταβατός
- μετα-βᾰτός, ή, όν,A allowing of passage from part to part, i. e. divisible, extended, Epicur. Ep. 1p.17U.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταβατός — μεταβατός, ή, όν (Α) [μεταβαίνω] 1. αυτός που επιτρέπει τη διέλευση από μέρος σε μέρος 2. ο δεκτικός χωρισμού, ο διαιρετός … Dictionary of Greek
μεταβατῶν — μεταβάτης desultor masc gen pl μεταβατός allowing of passage fem gen pl μεταβατός allowing of passage masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)